Μια
και ήμουν χθες (Παρασκευή, 21 Ιουλίου 2017) στην παράσταση του Εθνικού με
την "Ειρήνη' του Αριστοφάνη, μεταφέρω κάποιες εντυπώσεις, απόψεις.
1. Αρκετά φάουλ στο Εθνικό. Ιδιαίτερη έμφαση στη διαφήμισή του. Άχαρο.
(Μόλις πέταξα τους διαφημιστικούς σελιδοδείκτες, 'δωράκι' από τον
θεατρολόγο που συνόδευε το πούλμαν που μας μετέφερε στην Επίδαυρο. ΄Τα εισιτήρια ήταν σε πιο σκληρό χαρτί. Πολύ,
πολύ αξιέπαινη προσπάθεια και η μεταφορά και ο θεατρολόγος!)
2. Η αφιέρωση της παράστασης στο τέλος από συντελεστή της (που λυπάμαι δεν κατάλαβα ποιος ήταν) στον κ. Λεωνίδα! A propos, μετά από λίγη προσπάθεια, ακούστηκε αυτό που ήθελε να πει, χωρίς μικρόφωνο, εν αντιθέσει με τους ηθοποιούς) 3. Η χρήση μικροφώνων. Η σκληρή εκφορά του λόγου. Η έλλειψη δουλειάς στην εκφορά. Πολύ σημαντικό. 4. Ούτε κέφι, ούτε άποψη. Πολλά εφέ. (Ο γιος μου είπε ότι είναι σαν να κάνουν ζωντανά σινεμά..και δεν το είπε θετικά) 5. Επιτήδευση.
6. Υποψιάζομαι ότι, εκτός των άλλων , μια νέα γενιά, "διαβασμένη",
"ενημερωμένη" , σπουδαγμένη, πολύ γρήγορα βρίσκεται σε τέτοιους φορείς.
7.Η παράσταση συνήθως είναι του σκηνοθέτη, του θεατρικού σχήματος, και
μετά αναζητάει ο θεατής να δει και τη σφραγίδα του φορέα. Σημαντικό,
βέβαια, αλλά έπεται. 8. Το πρόγραμμα επίσης φωναχτά μοντερνίζον (;) (2017;) επιτηδευμένα ανέμελο, χωρίς βιογραφικά των συντελεστών.
9. Καλές στιγμές, κάποιες, αλλά όχι το σύνολο. Ο Ερμής, η γυναίκα του
Τρυγαίου.. Η κοινή προσπάθεια απελευθέρωσης της Ειρήνης, κάποια σημεία
του βίντεο, κάποια σημεία γενικώς. Αλλά και πάλι άνευρα, χωρίς πάθος.
10. Το κυριότερο. Δεν αξίζει σήμερα να μιλήσουμε με πάθος για την
Ειρήνη; Με ειλικρίνεια και κριτική (αυτοκριτική, επίσης) στάση για την
έννοια της " παλιάς γιορτής" ; 11. Για τον Πανούση, τα ελάχιστα ,
να πω. Έντιμος και αμήχανος. Σε άλλες εποχές θα είχε και τη φωνή, αν
δούλευε. Υπηρέτησε τη σκηνοθετική άποψη. ( :-( )
Σάββατο 25 Μαρτίου 2017
" Δεν τους ξέρουμε, δεν είναι στον κόσμο μας" . Αυτή η παρατήρηση θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε. Χρειάζονται αναλύσεις, αναζήτηση εργαλείων, και αφοσίωση στην αναζήτηση λύσεων, ειδικά για την οικονομία στην Ευρώπη, και ένας νέος διαφωτισμός ευαίσθητος και ευήκοος, όχι για να συσπειρώσει, αλλά να επιχειρηματολογήσει, να προτείνει, να διαφωτίσει, με επιμονή και αγάπη για όλους μας, και " αυτούς που δεν είναι στον κόσμο "μας" ". Ο κοινός παρανομαστής είναι άνθρωποι αφιερωμένοι και θυσιαστικοί στην αναζήτηση λύσεων, στην επαφή με τα πίτουρα, αλλά με μεγάλη προσοχή να μην φαγωθούν από τις κότες. Ίσως μια ανάγκη για νέες ιστορίες εκτός από τις ως τώρα αρχετυπικές, και με άλλο "the end" . Να ανατείλει ο ήλιος από τη δύση, αλλά να πιστεύσουμε αλλιώς, άλλοι.
Είναι χρόνια που δεν είχα πατήσει ούτε στο Άστυ ούτε στο Αττικό.
Με τρώει η καθημερινότητα. Αλλά υπήρξα νέα και εγώ, όπως όλοι,ο καθένας με την ιστορία του. Και θυμάμαι το
βάρος που είχαν αυτοί οι κινηματογράφοι στη δική μου νεότητα. Καταθέτω λοιπόν,
και ελπίζω να σημαίνει κάτι για κάποιους.
Το κέντρο της Αθήνας για μένα,
γεννημένη το 1961 , μεγαλωμένη απ΄άκρη σ΄άκρη της Ελλάδας και έχοντας καταλήξει
στην Αθήνα στα δεκάξι μου,είναι ένα
είδος σόλα των παπουτσιών μου, ένα είδος δέρμα, πάνω στο οποίο γλιστράω κάθε
φορά , που βιαστικά πια, περνάω από τους λαμπρούς της δρόμους με τα μεγάλα ονόματά τους. Είναι
κρυφές αναπνοές παντού. Και ίσωςένα
τελικό ραντεβού στην ανυπαρξία , που με με περιμένει γλυκά. Να προστεθώ κι εγώ
στις αναπνοούλες, στις ψυχούλες, που τόσο έντονα νοιώθω, στο κέντρο της Αθήνας,
που την αγαπώ. Από χρόνια. Μου μιλάνε
γωνιές , η άσφαλτος, τα πεζοδρόμια. Έχω ένα αίσθημα ιδιοκτησίας, χρησικτησίας.
Και ακόμα και τώρα νοιώθω ασφάλεια, σαν το ψάρι στο νερό.
Το κέντρο της Αθήνας
είναι εγώ 23 χρονών να ανεβαίνω την Αλεξάνδρας, με μπουστάκι γαλάζιο και άσπρη
παντελόνα, νέα, λεπτή και ωραία, να κατεβαίνω την Ιπποκράτους στο μεγάλο
καύσωνα, και να απολαμβάνω με όλο μου το σώμα την αχλύ της ατμόσφαιρας, τη
μυρωδιά της ασφάλτου, με φουστάνι πορτοκαλί , μακρύ, μεσάτο, αδιανόητο για σήμερα στην ομορφιά του, να
κατεβαίνω τη Βασιλίσσης Σοφίας, με φουστάνι γαλάζιο από το Μοναστηράκι, θαυμάζοντας, ρουφώντας το ηλιοβασίλεμα. Να γυρνάω
στο σπίτι μου δεκάξι χρονών από τα Αγγλικά του Χαμπάκη με τα πόδια, Σύνταγμα -Πλατεία Μαβίλη , γιατί έβρεχε και
ήταν τόσο ωραία η επιστροφή στο σπίτι μες στη βροχή, να πηγαίνω στου Χαμπάκη
επιστρέφοντας από το Αιγάλεω και λέγοντας μέσα μου «έχω εραστή», να βγαίνω στα
21 από το ΆΣΤΥ, με ψηλά τακούνια και σοσόνια. Μέσα προβαλλόταν οΜεγαλέξανδρος του Αγγελόπουλου, και ήταν ο
δικός μου μοναχικός τρόπος να είμαι στην πορεία. Βγαίνοντας, κυνηγητό από τα
Ματ, ένας να χτυπά την ασπίδα του και να με απωθεί, να με φοβίσει , να απομακρυνθώ, λίγο πιο πέρα
στην Πανεπιστημίου, πέθαναν τότε ο Κουμής -Κανελλοπούλου, αλλά ήμουν κι εγώ εκεί με τον
τρόπο μου, και στα δεκαέξι είδα για πρώτη φορά θρίλερ , το Γκρίζλυ, στο Αττικό,
με την ξαδέλφη μου και την αδελφή μου, και πιο πολύ κι από το φόβο μου
έμεινε ο τεράστιος πολυέλαιος του Αττικόν, που τον θαύμαζα εκστασιασμένη .Αργότερα σε κάποιο από τα αφιερώματα είδα εκεί το Τζίμη Πανούση με
την γυναίκα του, νέοι κι αυτοί , και κλειστοί στη σχέση τους και τους κοίταζα
καλά.-καλά Έπειτα
οι στοές, αναζητώντας κάτι από Χατζηδάκι στο Μπραζίλιαν, «καθάρισαν αυτοί»,
που έλεγαν και οι Φατμέ, ουρές για εισιτήρια στη Στοά,Σταδίου 4, ένας διαγωνισμός από το Βήμα, "ποια
σημεία της Σταδίου αναγνωρίζετε", τη γύρισα πάνω κάτω χίλιες φορές , με έπαθλο
κρουαζιέρα στο Ισραήλ, (δεν ταχυδρόμησα το φάκελο, πόσο δυσκολεύτηκα να μάθω να
τελειώνω τα πράγματα), το λεξικό Liddel – Scottαπό το βιβλιοπωλείο του Σιδέρη, παστουρμάς πρόχειρα από το
Αγροτικόν, νομίζω γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου, και άλλοτε γωνία Κανάρη και
Ακαδημίας. . Το 1980, χειμώνα, γυρνούσα τη Σόλωνος, με ένα τρανζιστοράκι στο
αυτί, είχαν πυροβολήσει τον Lennon,
και δεν μπορούσα να το μοιραστώ με κάποιον, τουλάχιστον , όπως το ένοιωθα εγώ.
Σόλωνος , Μασσαλίας, Σίνα, οι VavouraBandσε μια συναυλία στη Νομική, μια αξέχαστη συζήτηση με τον
Αγγελόπουλο στο Φυσικομαθητικό, στη Νομική, κρητικό ντάκος και τσίπουρο στη
Φειδίου, ο πατέρας μου στο Τιτάνια, άλλες διαδρομές, Αναγνωστοπούλου,
Δημοκρίτου, Σίνα, Σόλωνος, Μασσαλίας, Κάνιγγος, Σολωμού, Μπενάκη, Μαυρομιχάλη,
Πανεπιστημίου , Ακαδημίας, Έλλη, Όπερα, Όπερα, Έλλη, Ολύμπια, Έκφραση, Το
θέατρο της Βουγιουκλάκη,Σεμινάρια με το
Ράμφο και τον Γεωργουσόπουλο, ο Πλάτωνας σχεδόν στους δρόμους, οικείος,
παράλληλος.
Νομίζω δεν τα υπερασπιστήκαμε αυτά, δεν είπαμε έγκαιρα ότι τα
αγαπούσαμε, ότι μας αγαπάμε, για να μπορούμε να συνεχίσουμε να αγαπάμε και τους
νέους, δεν νοιώθαμε όσο χρειαζόταν, ίσως, ότι αυτά ήτανη ζωή μας, η καθημερινότητά μας, αυτά είχαμε
να παραδώσουμε, και δεν τα διαφυλάξαμε, γιατί μεγαλώσαμε γρήγορα, και δεν
καταλάβαμε ότι αυτά ήταν τα σκηνικά, της ζωής μας, αυτά κι όχι άλλα, και χρειάζεται κάποια τιμή σε αυτές τις μικρές
ζωές που προφταίνουμε , και οι αναμνήσεις έχουν ήδη δηλώσει παρούσες, αλλά
ώσπου να προφτάσουμε, λίγη νοσταλγία, κάτι, στάχτη και μπούρμπουλη, και πάμε
παρακάτω.
Τώρα μας μένει του Δεληγιάννη στον Πειραιά, και βόλτες στην
Καστέλλα.
Το κείμενο γράφτηκε ως σχόλιο για κοινωνικό δίκτυο, (ίσως όμως και να μην το έστειλα), το αναστατωμένο 2012, με τις φωτιές, τους εμπρησμούς, που μισόκαψαν και το Αττικό. Το βρήκα και σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ. Είναι κάπως καλύτερα από το συρτάρι μου, αρχή επίσης μιας παραδοχής ότι μου αρέσει να γράφω. Αρκετά πιο μετά, μάλλον, από το " μεσοστράτι" της ζωής μου.
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015
Λάσα ντε Σέλα, Lhasa, μια γυναικεία όμορφη ύπαρξη που έφυγε νέα
I live in this country now
I'm called by this name
I speak this language
It's not quite the same
For no other reason
Than this it's my home
And the places I used to be
Far from are gone
You've travelled this long
You just have to go on
Don't even look back to see
How far you've come
Though your body is bending
Under the load
There is nowhere to stop
Anywhere on this road
My heart is breaking
I cannot sleep
I love a man
Who's afraid of me
He believes if he doesn't
Stand guard with a knife
I'll make him my slave
For the rest of his life
I love this hour
When the tide is just turning
There will be an end
To the longing and yearning
If I can stand up
To angels and men
I'll never get swallowed
In darkness again
You've travelled this long
You just have to go on
Don't even look back to see
How far you've come
Though your body is bending
Under the load
There is nowhere to stop
Anywhere on this road
Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015
" Της γιαγιάς σου το μπουγαδοκόφινο!"
Έψαχνα τις θεματογραφίες του. Τις είχα βάλει λίγο πίσω στα βιβλία. Δεν έκανα Αρχαία πρόσφατα. Τον έχω έννοια όμως, και κάτι με έσπρωξε να ψάξω στο Ίντερνετ. Λοιπόν πέθανε φέτος τον Αύγουστο , ο δάσκαλός μου στην "επίσκεψη κειμένου", στην ανάδειξη της λογικής , των σχέσεων, και της ουσίας του κειμένου, επιτελώντας απλώς συντακτική ανάλυση στον πίνακα. Και το κείμενο έκανε μιαν αντήχηση στο μυαλό μου, γινόταν μια μεγέθυνση των λέξεων, των σχέσεων, και μου έμενε. Ο τρόπος που δούλευε. Τον ψάχνω ακόμα. Τόσο απατηλά απλός. Η διδακτική ως αποτέλεσμα βαθιάς γνώσης. Και το ήθος του ανθρώπου , και το σώμα του, και όλος μαζί! Και της " γιαγιάς σου το μπουγαδοκόφινο"! Η χαρακτηριστική του ατάκα οσάκις αγανακτούσε με μια λάθος εκτίμηση για μία συντακτική σχέση, έναν χαρακτηρισμό: "Της γιαγιάς σου το μπουγαδοκόφινο"! Άναυδοι εμείς από κάτω, στις μικρές αίθουσες του Πύργου, που είμασταν όλοι τόσο κοντά! Μας είχε εξηγήσει κάποτε το πώς και το γιατί αυτής της έκφρασης, αλλά δεν τα θυμάμαι πια. Ήταν μία γείωση, μία ανατροπή, και μια σωστή θέση επανεκκίνησης. Λαϊκή ενέργεια! Κάτι τέτοιο. Έπειτα πήγαινα στο πάρκο του Βενιζέλου. Και ανά δεκαπέντε μέρες προσπαθούσα κι εγώ να "ξετινάξω" ένα από τα κείμενα που μας έβαζε για το σπίτι. Διαγωνίσματα που μας παίδευαν. Και τα λάθη μας. Κάπως γινόταν η "διόρθωση" τους, και μου έμεναν.
Του χρωστώ σε μεγάλο βαθμό ότι μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Είχε " πιάσει" το κείμενο των Πανελλαδικών του` 78, Δημοσθένης, Υπέρ Ροδίων, ..." [19] Θαυμάζω δ’ εἰ μηδεὶς ὑμῶν ἡγεῖται.." , με την έννοια ότι το είχε βάλει για άσκηση στο σπίτι , και το είχαμε διορθώσει. Και τότε δίναμε μόνο αδίδακτο, και καθ΄υπαγόρευση, όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι. Όχι σε φωτοτυπία.
Το φροντιστήριο του Πύργου ήταν, για μένα, κυρίως το δικό του δίωρο. Και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα επίσης, οι πρώτες εμπειρίες από μεικτή εκπαίδευση, που είχε διακοπεί στην Α΄ Γυμνασίου, και έτσι κομμένη συνεχιζόταν και στο Β΄Λύκειο Θηλέων, το Μαράσλειο, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, όπου ταλαιπωρούσα την καλή μας κ. Τσίριμπα με τις άρτι αποκτηθείσες γνώσεις μου από το φροντιστήριο, ή μάλλον τις παρα - γνώσεις μου, και διαρκείς ερωτήσεις. Την κομψοτάτη μας κ. Τσίριμπα, τέρας ευγενούς ανοχής και ευγένειας, απέναντι και στην διαρκώς παραξενεμένη της μαθήτρια, που έμμεσα την αμφισβητούσε. Πάντως και στην Τσίριμπα το κείμενο το δουλεύαμε γραμμένο στον πίνακα, και εκείνη καθοδηγούσε τη διαδικασία επεξεργασίας του αδίδακτου κρατώντας απλώς το πρωτότυπο του Δημοσθένη στα λεπτεπίλεπτα, αλλά δυνατά χέρια της, εκδόσεων Λειψίας ή Οξφόρδης παρακαλώ, που αργότερα το συνειδητοποίησα κι εγώ, η γενιά της φωτοτυπίας και των βοηθημάτων.
Είχα καταλάβει ότι του άρεσε ο Θουκυδίδης, και πίστευα ότι είχα αρχίσει να τον αγαπώ κι εγώ. Έπειτα φοιτήτρια έψαξα τα " Προοίμια" του Δημοσθένη, με δική του ανάλυση. Ο κ. Βασιλείου, τότε στο υπόγειο της Σίνα, " το φιλολογικόν" βιβλιοπωλείο, μου μίλησε γι αυτόν. Με πολύ σεβασμό, εκτίμηση, θαυμασμό." Ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Σταματάκου" μου είπε. Μια γενιά που δεν μπόρεσε (ή και ποιος ξέρει τι άλλο) να ασχοληθεί με Πανεπιστημιακή καριέρα, και αφοσιώθηκε στα φροντιστήρια. Αγαπημένος, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιώ, τότε.
Και λυπάμαι σήμερα πολύ για τον ίδιο, για μένα, για όσα ο κάθε θάνατος σημαίνει και ανακινεί μέσα μας, αλλά και παρηγοριέμαι: Θα είμαστε πολλοί εκείνοι που έχει αφήσει αχνάρι μέσα μας, όσο κι αν ασθμαίνοντες (και χωλοί ) ακολουθούμε, κάποιοι. Βλέπετε έλεγε ότι κάθε βράδυ κοιμόταν "βγάζοντας", δηλαδή, ας πούμε, διαβάζοντας και κατανοώντας , ένα αρχαίο κείμενο. Διάβαζε από το πρωτότυπο κι αναμετριόταν μαζί τους.
Τώρα πάλι από το κείμενο του κ. Χατζητέγα, κατάλαβα κάτι αναδρομικά. Ποιος ήταν ο κ. Ρόσιος που είχαμε στα Λατινικά, παραδείγματος χάρη, και μας φαινόταν κάπως περίεργος, κι ότι είχε έρθει από τη Ρωσία, λέγανε τότε, και κάτι γελάκια και κουτσουμπολιά! Με σακκάκι βαρύ, γραβάτα, περιποιημένος και σβέλτος, και "πολλά λατινικά" στο μάθημα του, πάρα πολλά για μας! Να λοιπόν τι είδους δασκάλους μάζευε και στήριζε ο Πύργος. Και έμεινα και πάλι αποσβολωμένη, αλλιώς! Και τόσες σκέψεις και απορίες, και διαφορετικές οπτικές γωνίες αναδρομικά!
Επίσης συνάδελφοι που πήγαν καλά στα σχολειά τους και πρόσφεραν, ήταν μαθητές του, ή νέοι συνάδελφοι που δούλεψαν δίπλα του, και από τη δική μου γενιά. Και άλλοι που έγιναν άλλο από φιλόλογοι, και ασχολήθηκαν με άλλα, κράτησαν κάτι από τον Καρατσώλη, νομίζω.
Σε μένα με έκανε να προσέξω τα κείμενα, και να μου μείνει μια αγάπη στο Θουκυδίδη. Δική του, όχι δική μου. Ετερόφωτη.
Κι ένα απόγευμα λίγο βροχερό, λίγο συννεφιασμένο, σούρουπο, εκεί που κόντευε το τέλος των μεταφορών με το οικογενειακό αυτοκίνητο, ήμουν στο πίσω κάθισμα της κούρσας του πατέρα μου, το λάλαγε κι αυτός το ραδιόφωνο, τα τραγούδια τα λαϊκά, κάπου βαρετά πηγαίναμε, κι είχα το κεφάλι ριγμένο πίσω, τεντωμένα. Και έπεσε στο ράδιο " του Βοτανικού ο μάγκας" . Και κατάλαβα! Έτσι νόμισα. Το είπα καθαρά, μία μία τις συλλαβές στο κεφάλι μου, η μικρή εκείνη που ήμουν! Α, αυτός είναι ο τρόπος του Θουκυδίδη. Όπως το λέει ο κ. Καρατσώλης! Και άκουσα καλά το τραγούδι, μία μία τις λέξεις σαν χάντρες, λόγος βαρύς, λιτός, σημαδιακός, " δωρικός" ..., και έπιαναν άγκυρα μέσα μου μία μία, και έφερναν κοντά μου σε μια καινούργια γη συνάντησης τον στριφνό , βαρύ επίσης, πυκνό , αλλά και λιτό Θουκυδίδη. Το ένα μου φώτιζε το άλλο. Ένας διάλογος απουσία εμού σχεδόν. Με πήγε εκεί με εκείνο το γερό, απλό συντακτικό στον πίνακα, και μια λέξη, ένα κοφτό σχόλιο, με πήγε πιο μακριά απ΄ότι ίσως φαντάστηκε για μένα, ή ήθελε, ή ενδιαφερόταν.
Σε μία συνάντηση χρόνια μετά δεν θυμάμαι να του μετέφερα αυτό το χρέος προς αυτόν! Μπορεί και κάτι να ψέλλισα!
Χάρηκα που διάβασα για τη συντροφικότητα που απόλαψε στα χρόνια τα πρόσφατα.
Εύχομαι καλοτάξιδος και ανάλαφρος,
να μας κοιτάς από κάπου ψηλά
δάσκαλε κ. Καρατσώλη!
Και της γιαγιάς του το μπουγαδοκόφινο του χάρου, που όλα μας τα αφήνει στη μέση. Ποιο κείμενο να έμεινε μισάνοιχτο στο κομοδίνο σου, δάσκαλε, καθώς ο αχόρταγος σε πήρε μαζί του;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας και μια μάνα και ειχένασι κι ένα γιο, πολύ καλό και πολύ έξυπνο. Τον λέγανε Γιάννη· κάθε μέρα, επήγαινε στο σχολείο με χαρά γιατί αγαπούσε πολύ τα γράμματα.
Η δασκάλα του του έκανε πολλά δώρα· και του 'δίνε καραμέλλες. Ο Γιαννάκης την αγαπούσε πολύ. Του έλεγε συχνά κοντά: "Ξέρεις, θα ήθελα να 'χα ένα γιο σαν κι εσένα. Αλλά δυστυχώς, αυτό δε γίνεται", κι έκλαιγε. Το παιδάκι στενοχωριότανε πολύ μ' αυτά τα λόγια και το βράδυ διηγότανε στη μάνα του πως πέρασε στο σχολείο, τι καλή που ήταν μαζί του η δασκάλα και πως στενοχωριόταν που δεν είχε ένα παιδάκι σαν κι εκείνονε.
Περνούσε λοιπόν ο καιρός... Μια μέρα, λέει η δασκάλα στο Γιαννάκη: "Εμείς οι δύο τα πάμε πολύ καλά. θα 'θελες να είχες μια μάνα σαν κι εμένα; Άμα θες, μπορείς να με βοηθήσεις να σκοτώσω τη μάνα σου, για να παντρευτώ τον πατέρα σου και να γίνεις παιδί μου". (Βέβαια, καταλαβαίνετε πως ήθελε τον πατέρα, όχι το παιδί). Ο Γιαννάκης λοιπόν ήτανε πολύ λυπημένος. Σκεφτότανε: "Δε μπορώ να σκοτώσω τη μάνα μου, γιατί την αγαπάω. Αλλά τι να κάνω; Αφού αγαπώ και τη δασκάλα μου πολύ".
Πέρασε καιρός. Μια μέρα, η δασκάλα του λέει: "Λοιπόν, Γιαννάκη, τι αποφάσισες;" Ο Γιαννάκης, πολύ ταραγμένος, ψιθυρίζει: "Εγώ θέλω, αλλά τι να κάνω;" Η δασκάλα, ολόχαρη, του απαντάει: "Μα, είναι πανεύκολο· θα της πεις: πρέπει να μου βρεις τη σημαία, που είναι στον πάτο της κασέλας, γιατί την Κυριακή έχουμε γιορτή στο σχολείο· κι όταν θα 'χει σκύψει καλά-καλά μες στην κασέλα, θα κατεβάσεις το καπάκι πάνω στο κεφάλι της, κι έτσι, κανείς δεν θα καταλάβει ότι φταις εσύ: θα νομίσουν ότι το καπάκι έπεσε μόνο του".
Το Σάββατο πρωί, ο Γιάννης λέει στη μάνα του: "Μάνα, πρέπει να πάω στο σχολείο τη σημαία που έχεις στον πάτο της μεγάλης κασέλας για τη γιορτή που έχουμετην Κυριακή". Η μάνα πάει να ψάξει τη σημαία στην κασέλα και λέει στο γιο της: "Κράτα καλά το καπάκι, μη μου πέσει στο κεφάλι". Και μόλις σκύψει για τα καλά η μάνα μέσα, αφήνει ο Γιάννης το καπάκι κι εκείνο πέφτει απότομα και κόβει το κεφάλι της δόλιας μάνας.
Ο πατέρας είναι απελπισμένος κι ο Γιάννης απαρηγόρητος, γιατί κατάλαβε πια τι έκανε· μα δε λέει κουβέντα. Συνεχίζει βέβαια να πηγαίνει σχολείο κι η δασκάλα τώρα πια είναι διπλά καλή μαζί του.
Μια ωραία μέρα, του λέει η δασκάλα: "Άκου, τώρα πρέπει να πεις στον πατέρα σου πως χρειάζεται μια μάνα, πως εγώ σ' αγαπώ πολύ, και πως θα 'τανε καλό και για κείνον και για σένα να με παντρευτεί' θα σε προσέχω πολύ".
Το ίδιο βράδυ, ο Γιάννης αρχίζει να μιλάει στον πατέρα του. Αυτός δε θέλει ν' ακούσει κουβέντα στην αρχή, γιατί αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του. Αλλά οι μήνες περνούνε, κι ο γιος του τον παρακαλάει ασταμάτητα. Περνάει ένας χρόνος, κι ο πατέρας αποφασίζει να ξαναπαντρευτεί με τη δασκάλα.
Για κάμποσο καιρό, όλα πάνε καλά. Αλλά, μια μέρα που ο πατέρας είναι στο κυνήγι, λέει η μητριά στο Γιαννάκη: "Έλα δω να κατεβούμε στο υπόγειο, σου 'χω μια έκπληξη". Το αγοράκι την ακολουθεί, όλο χαρά και χωρίς να υποψιάζεται, γιατί η καινούργια μάνα συνέχιζε να του κάνει πολλά δώρα. "Κοίτα, Γιάννη, μέσα στο σωρό το στάρι, σου έχω κρυμμένο κάτι, που θα σ' αρέσει πολύ". Ο Γιάννης αρχίζει να ψάχνει χώνοντας τα χέρια του μες στο σιτάρι. Και να που η κακιά μητριά, παίρνει μια μαχαίρα και του κόβει το κεφάλι. Ύστερα, του βγάνει το συκώτι και το καθαρίζει καλά-καλά, και το τηγανίζει.
Καλά για καλά βράδιασμα, καταφτάνει ο πατέρας και ρωτά, που είναι ο Γιάννης. "Δεν θ' αργήσει, με παρακάλεσε να μείνει να παίξει λίγο ακόμα με τ' άλλα παιδιά. Κάτσε, να ξεκουραστείς και να φας". Του βάζει να φάει το φαΐ του, σα να μη συμβαίνει τίποτε. Παίρνει ο πατέρας ένα κομμάτι κρέας, αλλά μόλις πάει να το βάλει στο στόμα του, το συκώτι μιλάει: "Αν είσαι Τούρκος φάε με, Οβριός κατάπιε με, κι αν είσαι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με".
Ο πατέρας δεν πιστεύει στ' αυτιά του: "Δεν ακούς τίποτα, εσύ; Αυτό το συκώτι μιλάει! Δεν καταλαβαίνεις τι λέει;" Η κακιά γυναίκα απαντάει: "Όχι, δεν ακούω τίποτα, είσαι φαίνεται κουρασμένος, ακούς φωνές! Μήπως είσαι άρρωστος, μήπως έχεις πυρετό;" Ο πατέρας, που νιώθει μια χαρά, αναρωτιέται τι συμβαίνει. Ξαναχώνει το πηρούνι του στο συκώτι, για να ξαναπάρει ένα κομμάτι. Το συκώτι ξαναλέει με σπαρακτική φωνή: "Αν είσαι Τούρκος φάε με, Οβριός κατάπιε με, κι αν είσαι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με. Πατέρα, εγώ είμαι, ο Γιάννης, εγώ είμαι, μη με φας, εγώ είμαι, ο Γιάννης ο γιος σου!"
Τότε ο άνθρωπος τα κατάλαβε όλα· σηκώνεται, αρπάζει την κακιά γυναίκα του από τα μαλλιά και της χτυπάει το κεφάλι στον τοίχο... δυνατά, δυνατά και τη σκοτώνει.
Και ποτέ πια κανείς δεν ευτύχησε στο σπίτι του Γιαννάκη. Ποτέ πια ούτε γιορτή ούτε γέλια.
Ευγενική παραχώρηση Μαργαρίτας Ξανθάκου, που κατέγραψε την παραλλαγή αυτή στη Μάνη, το 1983.
Το παραμύθι αυτό, γνωστό σε πολλές χώρες της Ευρώπης, παρουσιάζει μεγάλη πυκνότητα κατανομής σε τρεις ειδικά περιοχές, τη Γαλλία, τις γερμανόφωνες χώρες, τη Φιλλανδία και την Εσθονία, σύμφωνα με τη μονογραφία του Belgrader M., Das Märchen νοη dem Machandelboom (KHM 47). Der Märchentypus AT 720, 1980 Frankfurt a. M., Bern, Verlag Peter D. Lang (Artes populares, 4). Τις γαλλικές παραλλαγές μελέτησε η Ν. Belmont στο άρθρο της "Conte et enfance. A propos du conte: Ma mere m' a tue, mon pere m'a mange (T 720), Cahiers de Litterature Orale, No 33, INALCO, 1993. Στην Ελλάδα το αφηγηματικό αυτό θέμα είναι διαδεδομένο με τη μορφή τραγουδιού, παραλογής, γνωστής με τον τίτλο "Η μάνα η φόνισσα". Η παραλλαγή της Ξανθάκου από τη Μάνη δανείζεται τη γνωστή εισαγωγή του παραμυθιού, όπου το παιδί πείθεται από τη δασκάλα του και μέλλουσα μητριά του, να σκοτώσει τη μητέρα του. Η παραλλαγή του Dawkins από την Καππαδοκία παρουσιάζει την ίδια ακριβώς πλοκή με το τραγούδι και στις δύο απουσιάζουν εντελώς τα παραμυθιακά ή μαγικά στοιχεία που συνθέτουν το παραμύθι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
"Η μάνα η φόνισσα".
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι.
Εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει.
Το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.
«Ας είναι, ας είναι, μάνα μου, κι α’δε σ’ομολογήσω,
κι α’ δε το πω τ’αφέντη μου, ν’αδικοθανατίσω».
«Τί είδες, μωρέ, και τί θα πεις και τι θα μολογήσεις;»
«Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»
Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το μπασε και σαν τ’αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξαναπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης.
Βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’άρματά του.
Φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τηνε χαιρετάει.
«Γειά σου, χαρά σου, ποθητή, και που ναι ο Κωσταντής μας;»
«Τον έλουσα, τον άλλαξα και στο σκολειό τον πήγα».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μου;»
«Δυό μέρες έχω να το ιδώ και τρείς να το διαβάσω».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του, και σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;»
«Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ρθει».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του, στη μάνα του πηγαίνει.
«Μάνα μου, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μου;»
«Έχω δυό μέρες να το ιδώ, και τρείς να το φιλήσω,
κι α’ δεν το ιδώ ως το βράδυ θε να παραλοϊσω.»
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και που ’ν’ ο Κωσταντής Μικροκωσταντίνος;»
«Κάπου παιχνίδιν έβρηκε και θελά παιγνιδίζει».
«Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου».
Το συκωτάκι του βαλε σ’ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ’βαλε, το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει:
«Αν είσαι σκύλος φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησέ με».
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τρογύρω του κοιτάει.
Εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ναντρειώθει κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι.
Λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι απο τον ήλιο στο σακί, κι απ’το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα:
«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι.
Κάνε τ’αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»