Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα " η μάνα μου με σκότωσε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα " η μάνα μου με σκότωσε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015




 ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ  AT 720

  " Η μάνα μου με σκότωσε, ο πατέρας μου μ' έφαγε "


Η κακιά δασκάλα 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας και μια μάνα και ειχένασι κι ένα γιο, πολύ καλό και πολύ έξυπνο. Τον λέγανε Γιάννη· κάθε μέρα, επήγαινε στο σχολείο με χαρά γιατί αγαπούσε πολύ τα γράμματα.
Η δασκάλα του του έκανε πολλά δώρα· και του 'δίνε καραμέλλες. Ο Γιαννάκης την αγαπούσε πολύ. Του έλεγε συχνά κοντά: "Ξέρεις, θα ήθελα να 'χα ένα γιο σαν κι εσένα. Αλλά δυστυχώς, αυτό δε γίνεται", κι έκλαιγε. Το παιδάκι στενοχωριότανε πολύ μ' αυτά τα λόγια και το βράδυ διηγότανε στη μάνα του πως πέρασε στο σχολείο, τι καλή που ήταν μαζί του η δασκάλα και πως στενοχωριόταν που δεν είχε ένα παιδάκι σαν κι εκείνονε.
Περνούσε λοιπόν ο καιρός... Μια μέρα, λέει η δασκάλα στο Γιαννάκη: "Εμείς οι δύο τα πάμε πολύ καλά. θα 'θελες να είχες μια μάνα σαν κι εμένα; Άμα θες, μπορείς να με βοηθήσεις να σκοτώσω τη μάνα σου, για να παντρευτώ τον πατέρα σου και να γίνεις παιδί μου". (Βέβαια, καταλαβαίνετε πως ήθελε τον πατέρα, όχι το παιδί). Ο Γιαννάκης λοιπόν ήτανε πολύ λυπημένος. Σκεφτότανε: "Δε μπορώ να σκοτώσω τη μάνα μου, γιατί την αγαπάω. Αλλά τι να κάνω; Αφού αγαπώ και τη δασκάλα μου πολύ".
Πέρασε καιρός. Μια μέρα, η δασκάλα του λέει: "Λοιπόν, Γιαννάκη, τι αποφάσισες;" Ο Γιαννάκης, πολύ ταραγμένος, ψιθυρίζει: "Εγώ θέλω, αλλά τι να κάνω;" Η δασκάλα, ολόχαρη, του απαντάει: "Μα, είναι πανεύκολο· θα της πεις: πρέπει να μου βρεις τη σημαία, που είναι στον πάτο της κασέλας, γιατί την Κυριακή έχουμε γιορτή στο σχολείο· κι όταν θα 'χει σκύψει καλά-καλά μες στην κασέλα, θα κατεβάσεις το καπάκι πάνω στο κεφάλι της, κι έτσι, κανείς δεν θα καταλάβει ότι φταις εσύ: θα νομίσουν ότι το καπάκι έπεσε μόνο του".
Το Σάββατο πρωί, ο Γιάννης λέει στη μάνα του: "Μάνα, πρέπει να πάω στο σχολείο τη σημαία που έχεις στον πάτο της μεγάλης κασέλας για τη γιορτή που έχουμετην Κυριακή". Η μάνα πάει να ψάξει τη σημαία στην κασέλα και λέει στο γιο της: "Κράτα καλά το καπάκι, μη μου πέσει στο κεφάλι". Και μόλις σκύψει για τα καλά η μάνα μέσα, αφήνει ο Γιάννης το καπάκι κι εκείνο πέφτει απότομα και κόβει το κεφάλι της δόλιας μάνας.
Ο πατέρας είναι απελπισμένος κι ο Γιάννης απαρηγόρητος, γιατί κατάλαβε πια τι έκανε· μα δε λέει κουβέντα. Συνεχίζει βέβαια να πηγαίνει σχολείο κι η δασκάλα τώρα πια είναι διπλά καλή μαζί του.
Μια ωραία μέρα, του λέει η δασκάλα: "Άκου, τώρα πρέπει να πεις στον πατέρα σου πως χρειάζεται μια μάνα, πως εγώ σ' αγαπώ πολύ, και πως θα 'τανε καλό και για κείνον και για σένα να με παντρευτεί' θα σε προσέχω πολύ".
Το ίδιο βράδυ, ο Γιάννης αρχίζει να μιλάει στον πατέρα του. Αυτός δε θέλει ν' ακούσει κουβέντα στην αρχή, γιατί αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του. Αλλά οι μήνες περνούνε, κι ο γιος του τον παρακαλάει ασταμάτητα. Περνάει ένας χρόνος, κι ο πατέρας αποφασίζει να ξαναπαντρευτεί με τη δασκάλα.
Για κάμποσο καιρό, όλα πάνε καλά. Αλλά, μια μέρα που ο πατέρας είναι στο κυνήγι, λέει η μητριά στο Γιαννάκη: "Έλα δω να κατεβούμε στο υπόγειο, σου 'χω μια έκπληξη". Το αγοράκι την ακολουθεί, όλο χαρά και χωρίς να υποψιάζεται, γιατί η καινούργια μάνα συνέχιζε να του κάνει πολλά δώρα. "Κοίτα, Γιάννη, μέσα στο σωρό το στάρι, σου έχω κρυμμένο κάτι, που θα σ' αρέσει πολύ". Ο Γιάννης αρχίζει να ψάχνει χώνοντας τα χέρια του μες στο σιτάρι. Και να που η κακιά μητριά, παίρνει μια μαχαίρα και του κόβει το κεφάλι. Ύστερα, του βγάνει το συκώτι και το καθαρίζει καλά-καλά, και το τηγανίζει.
Καλά για καλά βράδιασμα, καταφτάνει ο πατέρας και ρωτά, που είναι ο Γιάννης. "Δεν θ' αργήσει, με παρακάλεσε να μείνει να παίξει λίγο ακόμα με τ' άλλα παιδιά. Κάτσε, να ξεκουραστείς και να φας". Του βάζει να φάει το φαΐ του, σα να μη συμβαίνει τίποτε. Παίρνει ο πατέρας ένα κομμάτι κρέας, αλλά μόλις πάει να το βάλει στο στόμα του, το συκώτι μιλάει: "Αν είσαι Τούρκος φάε με, Οβριός κατάπιε με, κι αν είσαι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με".
Ο πατέρας δεν πιστεύει στ' αυτιά του: "Δεν ακούς τίποτα, εσύ; Αυτό το συκώτι μιλάει! Δεν καταλαβαίνεις τι λέει;" Η κακιά γυναίκα απαντάει: "Όχι, δεν ακούω τίποτα, είσαι φαίνεται κουρασμένος, ακούς φωνές! Μήπως είσαι άρρωστος, μήπως έχεις πυρετό;" Ο πατέρας, που νιώθει μια χαρά, αναρωτιέται τι συμβαίνει. Ξαναχώνει το πηρούνι του στο συκώτι, για να ξαναπάρει ένα κομμάτι. Το συκώτι ξαναλέει με σπαρακτική φωνή: "Αν είσαι Τούρκος φάε με, Οβριός κατάπιε με, κι αν είσαι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με. Πατέρα, εγώ είμαι, ο Γιάννης, εγώ είμαι, μη με φας, εγώ είμαι, ο Γιάννης ο γιος σου!"
Τότε ο άνθρωπος τα κατάλαβε όλα· σηκώνεται, αρπάζει την κακιά γυναίκα του από τα μαλλιά και της χτυπάει το κεφάλι στον τοίχο... δυνατά, δυνατά και τη σκοτώνει.
Και ποτέ πια κανείς δεν ευτύχησε στο σπίτι του Γιαννάκη. Ποτέ πια ούτε γιορτή ούτε γέλια.
Ευγενική παραχώρηση Μαργαρίτας Ξανθάκου, που κατέγραψε την παραλλαγή αυτή στη Μάνη, το 1983.

 
                 Παραλλαγή από τη Μάνη, καταγραμμένη το 1983, από την κ. Ξανθάκου


Πηγή: Κατάλογος Ελληνικών Παραμυθιών των Αγγελοπούλου, Άννα Μπρούσκου Αίγλη. Αθήνα 1994, στο Ι.Α. Ε.Ν. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας

Euroconte, για τον γαλλικό κατάλογο παραμυθιών



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το παραμύθι αυτό, γνωστό σε πολλές χώρες της Ευρώπης, παρουσιάζει μεγάλη πυκνότητα κατανομής σε τρεις ειδικά περιοχές, τη Γαλλία, τις γερμανόφωνες χώρες, τη Φιλλανδία και την Εσθονία, σύμφωνα με τη μονογραφία του Belgrader M., Das Märchen νοη dem Machandelboom (KHM 47). Der Märchentypus AT 720, 1980 Frankfurt a. M., Bern, Verlag Peter D. Lang (Artes populares, 4). Τις γαλλικές παραλλαγές μελέτησε η Ν. Belmont στο άρθρο της "Conte et enfance. A propos du conte: Ma mere m' a tue, mon pere m'a mange (T 720), Cahiers de Litterature Orale, No 33, INALCO, 1993.
Στην Ελλάδα το αφηγηματικό αυτό θέμα είναι διαδεδομένο με τη μορφή τραγουδιού, παραλογής, γνωστής με τον τίτλο "Η μάνα η φόνισσα". Η παραλλαγή της Ξανθάκου από τη Μάνη δανείζεται τη γνωστή εισαγωγή του παραμυθιού, όπου το παιδί πείθεται από τη δασκάλα του και μέλλουσα μητριά του, να σκοτώσει τη μητέρα του. Η παραλλαγή του Dawkins από την Καππαδοκία παρουσιάζει την ίδια ακριβώς πλοκή με το τραγούδι και στις δύο απουσιάζουν εντελώς τα παραμυθιακά ή μαγικά στοιχεία που συνθέτουν το παραμύθι στην υπόλοιπη Ευρώπη.


 "Η μάνα η φόνισσα".

Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι.
Εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει.
Το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.
«Ας είναι, ας είναι, μάνα μου, κι α’δε σ’ομολογήσω,
κι α’ δε το πω τ’αφέντη μου, ν’αδικοθανατίσω».
«Τί είδες, μωρέ, και τί θα πεις και τι θα μολογήσεις;»
«Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»

Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το μπασε και σαν τ’αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξαναπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης.
Βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’άρματά του.
Φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τηνε χαιρετάει.
«Γειά σου, χαρά σου, ποθητή, και που ναι ο Κωσταντής μας;»
«Τον έλουσα, τον άλλαξα και στο σκολειό τον πήγα».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μου;»
«Δυό μέρες έχω να το ιδώ και τρείς να το διαβάσω».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του, και σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;»
«Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ρθει».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του, στη μάνα του πηγαίνει.
«Μάνα μου, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μου;»
«Έχω δυό μέρες να το ιδώ, και τρείς να το φιλήσω,
κι α’ δεν το ιδώ ως το βράδυ θε να παραλοϊσω.»
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και που ’ν’ ο Κωσταντής Μικροκωσταντίνος;»
«Κάπου παιχνίδιν έβρηκε και θελά παιγνιδίζει».
«Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου».
Το συκωτάκι του βαλε σ’ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ’βαλε, το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει:
«Αν είσαι σκύλος φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησέ με».
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τρογύρω του κοιτάει.
Εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ναντρειώθει κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι.
Λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι απο τον ήλιο στο σακί, κι απ’το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα:
«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι.
Κάνε τ’αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»





η