Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2012. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2012. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

 In Memoriam




Είναι χρόνια που δεν είχα πατήσει ούτε στο Άστυ ούτε στο Αττικό. Με τρώει η καθημερινότητα. Αλλά υπήρξα νέα και εγώ, όπως όλοι,  ο καθένας με την ιστορία του. Και θυμάμαι το βάρος που είχαν αυτοί οι κινηματογράφοι στη δική μου νεότητα. Καταθέτω λοιπόν, και ελπίζω να σημαίνει κάτι για κάποιους. 
Το κέντρο της Αθήνας για μένα, γεννημένη το 1961 , μεγαλωμένη απ΄άκρη σ΄άκρη της Ελλάδας και έχοντας καταλήξει στην Αθήνα στα δεκάξι μου, είναι ένα είδος σόλα των παπουτσιών μου, ένα είδος δέρμα, πάνω στο οποίο γλιστράω κάθε φορά , που βιαστικά πια, περνάω από τους λαμπρούς  της δρόμους με τα μεγάλα ονόματά τους. Είναι κρυφές αναπνοές παντού. Και ίσως  ένα τελικό ραντεβού στην ανυπαρξία , που με με περιμένει γλυκά. Να προστεθώ κι εγώ στις αναπνοούλες, στις ψυχούλες, που τόσο έντονα νοιώθω, στο κέντρο της Αθήνας, που την αγαπώ. Από χρόνια.  Μου μιλάνε γωνιές , η άσφαλτος, τα πεζοδρόμια. Έχω ένα αίσθημα ιδιοκτησίας, χρησικτησίας. Και ακόμα και τώρα νοιώθω ασφάλεια, σαν το ψάρι στο νερό. 
Το κέντρο της Αθήνας είναι εγώ 23 χρονών να ανεβαίνω την Αλεξάνδρας, με μπουστάκι γαλάζιο και άσπρη παντελόνα, νέα, λεπτή και ωραία, να κατεβαίνω την Ιπποκράτους στο μεγάλο καύσωνα, και να απολαμβάνω με όλο μου το σώμα την αχλύ της ατμόσφαιρας, τη μυρωδιά της ασφάλτου, με φουστάνι πορτοκαλί , μακρύ, μεσάτο,  αδιανόητο για σήμερα στην ομορφιά του, να κατεβαίνω τη Βασιλίσσης Σοφίας,  με φουστάνι γαλάζιο από το Μοναστηράκι,  θαυμάζοντας, ρουφώντας το ηλιοβασίλεμα. Να γυρνάω στο σπίτι μου δεκάξι χρονών από τα Αγγλικά του Χαμπάκη με τα πόδια,  Σύνταγμα -Πλατεία Μαβίλη , γιατί έβρεχε και ήταν τόσο ωραία η επιστροφή στο σπίτι μες στη βροχή, να πηγαίνω στου Χαμπάκη επιστρέφοντας από το Αιγάλεω και λέγοντας μέσα μου «έχω εραστή», να βγαίνω στα 21 από το ΆΣΤΥ, με ψηλά τακούνια και σοσόνια. Μέσα προβαλλόταν ο Μεγαλέξανδρος του Αγγελόπουλου, και ήταν ο δικός μου μοναχικός τρόπος να είμαι στην πορεία. Βγαίνοντας,  κυνηγητό από τα Ματ, ένας να χτυπά την ασπίδα του και να με απωθεί,  να με φοβίσει , να απομακρυνθώ, λίγο πιο πέρα στην Πανεπιστημίου, πέθαναν τότε ο Κουμής  -Κανελλοπούλου, αλλά ήμουν κι εγώ εκεί με τον τρόπο μου, και στα δεκαέξι είδα για πρώτη φορά θρίλερ , το Γκρίζλυ, στο Αττικό, με την ξαδέλφη μου και την αδελφή μου, και πιο πολύ κι από το φόβο μου έμεινε ο τεράστιος πολυέλαιος του Αττικόν, που τον θαύμαζα εκστασιασμένη .Αργότερα σε κάποιο από τα αφιερώματα είδα εκεί το Τζίμη Πανούση με την γυναίκα του, νέοι κι αυτοί , και κλειστοί στη σχέση τους και τους κοίταζα καλά.-καλά  Έπειτα οι στοές, αναζητώντας κάτι από Χατζηδάκι στο Μπραζίλιαν, «καθάρισαν αυτοί», που έλεγαν και οι Φατμέ, ουρές για εισιτήρια στη Στοά,  Σταδίου 4, ένας διαγωνισμός από το Βήμα, "ποια σημεία της Σταδίου αναγνωρίζετε", τη γύρισα πάνω κάτω χίλιες φορές , με έπαθλο κρουαζιέρα στο Ισραήλ, (δεν ταχυδρόμησα το φάκελο, πόσο δυσκολεύτηκα να μάθω να τελειώνω τα πράγματα), το λεξικό LiddelScott από το βιβλιοπωλείο του Σιδέρη, παστουρμάς πρόχειρα από το Αγροτικόν, νομίζω γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου, και άλλοτε γωνία Κανάρη και Ακαδημίας. . Το 1980,   χειμώνα,  γυρνούσα τη Σόλωνος, με ένα τρανζιστοράκι στο αυτί, είχαν πυροβολήσει τον Lennon, και δεν μπορούσα να το μοιραστώ με κάποιον, τουλάχιστον , όπως το ένοιωθα εγώ. Σόλωνος , Μασσαλίας, Σίνα, οι Vavoura Band σε μια συναυλία στη Νομική, μια αξέχαστη συζήτηση με τον Αγγελόπουλο στο Φυσικομαθητικό, στη Νομική, κρητικό ντάκος και τσίπουρο στη Φειδίου, ο πατέρας μου στο Τιτάνια, άλλες διαδρομές, Αναγνωστοπούλου, Δημοκρίτου, Σίνα, Σόλωνος, Μασσαλίας, Κάνιγγος, Σολωμού, Μπενάκη, Μαυρομιχάλη, Πανεπιστημίου , Ακαδημίας, Έλλη, Όπερα, Όπερα, Έλλη, Ολύμπια, Έκφραση, Το θέατρο της Βουγιουκλάκη,  Σεμινάρια με το Ράμφο και τον Γεωργουσόπουλο, ο Πλάτωνας σχεδόν στους δρόμους, οικείος, παράλληλος. 
Νομίζω δεν τα υπερασπιστήκαμε αυτά, δεν είπαμε έγκαιρα ότι τα αγαπούσαμε, ότι μας αγαπάμε, για να μπορούμε να συνεχίσουμε να αγαπάμε και τους νέους, δεν νοιώθαμε όσο χρειαζόταν, ίσως, ότι αυτά ήταν  η ζωή μας, η καθημερινότητά μας, αυτά είχαμε να παραδώσουμε, και δεν τα διαφυλάξαμε, γιατί μεγαλώσαμε γρήγορα, και δεν καταλάβαμε ότι αυτά ήταν τα σκηνικά, της ζωής μας, αυτά κι όχι άλλα,  και χρειάζεται κάποια τιμή σε αυτές τις μικρές ζωές που προφταίνουμε , και οι αναμνήσεις έχουν ήδη δηλώσει παρούσες, αλλά ώσπου να προφτάσουμε, λίγη νοσταλγία, κάτι, στάχτη και μπούρμπουλη, και πάμε παρακάτω.
Τώρα μας μένει του Δεληγιάννη στον Πειραιά, και βόλτες στην Καστέλλα.

Το κείμενο γράφτηκε ως σχόλιο για  κοινωνικό δίκτυο, (ίσως όμως και να μην το έστειλα), το αναστατωμένο 2012, με τις φωτιές, τους εμπρησμούς,  που μισόκαψαν και το Αττικό. Το βρήκα και σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ. Είναι κάπως καλύτερα από το συρτάρι μου, αρχή επίσης μιας παραδοχής ότι μου αρέσει να γράφω. Αρκετά πιο μετά, μάλλον, από το " μεσοστράτι" της ζωής μου.