Κυριακή 15 Απριλίου 2018


Γωνία Μαρασλή και Βασιλίσσης Σοφίας


Στις 12 Απριλίου 1987 "έφυγε" ο Primo Levi , το περιβόητο πέσιμο από τις σκάλες, σε ηλικία 68 ετών. Η Χαρά Σαρλικιώτου, που είχα να δω χρόνια, άρχισε να τον μεταφράζει για την Άγρα, φαντάζομαι, γύρω στο 1988. Εγώ την είδα στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Μαρασλή το 1991, μπορεί να ήταν κι αρχή καλοκαιριού του ΄92. Τυχαία. Κάτι παρατήρησα πάνω της. Μια σκια, μια κούραση.. Είναι δυο χρόνια τώρα... μου είπε. (Το είχα ακούσει κι από την αδελφή της..) Μεταφράζω έναν Ιταλό τον Primo Levi. Μα τι συνέβαινε, σκεφτόμουν μέσα μου.. Τι έχει αυτός ο Ιταλός... Συζητήσαμε για θεατρικές ομάδες. Στο μυαλό μου γύριζε συνέχεια, γιατί να έχει τόσο επηρεαστεί η Χαρά.. Ποιος είναι αυτός ο Πρίμο Λέβι; Τι ξέραμε τότε για όλα αυτά;Ελάχιστα. Και πιο σιωπηλά μέσα μας. Άρχισα να τον διαβάζω δύο χρόνια αργότερα, νομίζω. Έτσι άρχισε για μένα. Πολύ πολύ αργότερα ήρθαν τα σεμινάρια της Οντέτ. Σημαντικά με πολλούς τρόπους . Η στρατοπεδική λογοτεχνία. 

Τον Imre Kertész δεν θυμάμαι πώς τον γνώρισα . Νομίζω επειδή είχε πάρει το Νόμπελ. Θυμάμαι κάποιες σελίδες του σχεδόν απέξω. Μάλιστα είχα σκεφτεί ένα τολμηρό όνειρο, να επιδίωκα να επικοινωνήσω μαζί του. Έτσι έμεινε. 

Αυτός "εφυγε" στις 31 Μαρτίου 2016 μάλλον από Πάρκινσον διαβάζω, σε ηλικία 86 ετών. Θα ήθελα να είχε ζήσει κι άλλο. 

Ελπίζω ο πρώτος , που πρώτος είναι από κάθε άποψη, να μην ενοχλείται για την παρέα στη φράση και τη μνήμη.

Άφησαν κάτι σημαντικό στην ανθρωπότητα. κτήμα ες αεί, που έλεγε κι ένας δικός μας.
Ίσως τα λένε εκεί πάνω για τα ανθρώπινα, όπως μας μάθαιναν να φανταζόμαστε μικροί. Αλλά και ο Θουκυδίδης θα δυσκολεύεται, ο πυκνός και σκοτεινός σκαπανέας μας. Ο στυφνούλης μας, σαν παιδάκι θα μοιάζει μερικές φορές στην παρέα, ή μπορεί και να λέει ότι είναι βαρύκουος, φαντάζομαι..  
 

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017


Κύριε Σπύρο Ασδραχά, αντίο

του Δημήτρη Αρβανιτάκη
 
“Το δέντρο με τα τσόκαρα” είναι ένα φιλμ του Ερμάννο Όλμι. Γυρισμένο το 1978, με ηθοποιούς πραγματικούς αγρότες, αφηγείται τη ζωή των χωρικών που δουλεύουν την περιουσία ενός μεγαλοκτηματία στην πεδιάδα του Μπέργκαμο, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Η ζωή είναι φτώχεια, το σκοτάδι της νύχτας καταπίνει το φως της μέρας, οι εποχές σκεπάζουν η μία την άλλη, ο χρόνος μετριέται με το πάντα φτενό μερδικό που μένει στα χέρια των καλλιεργητών, το χτες καταπίνει το αύριο· οι γενιές μεγαλώνουν και σβήνουνε μέσα στο χρόνο που έχει το όνομα του στεγνού πεπρωμένου. Η ιστορία μοιάζει ανάλλαχτη. Οι προλετάριοι της γης γεννιούνται και πεθαίνουν κολλημένοι στη γη που τους γέννησε, στη γη που δεν τους ανήκει. Ώσπου μια μέρα, μια ανορθογραφία: το παιδί μιας οικογένειας χωρικών μοιάζει να μπορεί να ξεφύγει από τον αιώνιο κύκλο, μοιάζει προικισμένο για γράμματα. Ο παπάς ενθαρρύνει την οικογένεια και κείνη υπακούει: αμήχανα και δειλά, αλλά υπακούει. Καλά τα γράμματα που λέει ο παπάς, αλλά τα χέρια του παιδιού θα λείψουν από τη δουλειά … και τι θα πουν οι γείτονες … πού ακούστηκε το παιδί του φτωχού να πάει για γράμματα; Και όμως. Αρχίζει ο αγώνας του παιδιού, ο αγώνας της οικογένειας. Χιλιόμετρα κάθε μέρα να φτάσει το παιδί στο σκολειό, με τα πόδια. Γύρω του συνεχίζεται η τραγωδία των φτωχών, έτσι όπως την είδαν οι αιώνες. Κάθε μέρα περπάτημα, κούραση. Πείσμα. Ώσπου μια μέρα, στις πέτρες, σπάζει το σανδάλι του, το «τσόκαρο». Πού θα βρεθεί άλλο; Ο πατέρας κόβει κρυφά ένα κλαρί από ένα δέντρο για να του φτιάξει ένα καινούργιο. Αλλά, όπως δεν του ανήκει η γη, δεν του ανήκει και το δέντρο: οι φτωχοί δεν ορίζουν ούτε τον τόπο που πατούν. Ο αφέντης βρίσκει το κομμένο κλαρί, ο ένοχος ανακαλύπτεται, η οικογένεια διώχνεται νύχτα από το χτήμα. Μέσα στη σιωπή, μέσα στην αγωνία. Για πού; Για το πουθενά; Αυτός ο τρομακτικά μεγάλος κόσμος, άραγε έχει μία σπιθαμή για τους διωγμένους από τη γη του αφέντη; Τέλος.
Σ’ αυτή τη σπουδαία ταινία επανερχότανε συχνά ο Σπύρος Ασδραχάς. Και μιλούσε για τη μεγαλειώδη τοιχογραφία των φτωχών αγροτών που έπλασε ο Όλμι, για τους αιώνες του προφορικού πολιτισμού και τους μηχανισμούς του, για τους κώδικες του λόγου και την τελετουργία της γιορτής, για το οικονομικό που μοιάζει να παίρνει τη δύναμη ιστορικού νόμου, για το απρόβλεπτο μέσα στην ιστορία, για τους ανθρώπους που γεννιούνται νικημένοι, για το ανεπαίσθητο ράγισμα στις δομές μιας σχεδόν φυσικοποιημένης οικονομικής δομής, για το βουβό μεγαλείο της ήττας που μπορεί να γεννήσει το ρήγμα.
Υπήρξε συνεπής υπηρέτης της οικονομικής ιστορίας, θεμελιωτής της στην Ελλάδα, ο Σπύρος Ασδραχάς. Αλλά, όπως έλεγε ο αγαπημένος φίλος και δάσκαλός του, ο Ρουτζέρο Ρομάνο, «ένα κατάστιχο με τιμές αγαθών στη Σικελία του δέκατου έκτου αιώνα είναι άχρηστο αν δεν μπορεί να μας πει κάτι για τη ζωή των ανθρώπων». Έτσι και ο Σπύρος Ασδραχάς: η οικονομική ιστορία είναι μία δίοδος προς την ιστορία, το οικονομικό είναι ένας δρόμος προς τη ζωή των ανθρώπων. Μάρτυρας πολύτιμος, αλλά σε καμία περίπτωση αυτοσκοπός.
Γιατί η ιστορία είναι ένας αγώνας, μία μάχη, όπως το είπαν και οι αγαπημένοι γάλλοι δάσκαλοί του. Και αν η ιστορία είναι μία επιστήμη, με τους κανόνες και τους κώδικές της, πίσω της κρύβει μια δίψα: εκείνη της κατανόησης της ανθρώπινης ζωής. Και τα απομεινάρια ετούτης της ζωής ο ιστορικός θα τα βρει παντού. Δίχως αποκλεισμούς, δίχως στεγανά. Τα τεκμήρια της ιστορίας έχουν διπλή και πολλαπλή ζωή, έχουν μία και δύο και πολλές γλώσσες. Κι αυτά ο ιστορικός πρέπει να τα ξεχερσώσει. Κι ούτε ο χαρακτήρας των τεκμηρίων είναι μονολιθικός. Μαζί με τα σκληρά τεκμήρια των αριθμών, τα φορολογικά κατάστιχα και τις σειρές των τιμών, μαζί με τους οικονομικούς δείκτες, τις καταστιχώσεις και τις «επενδύσεις των φεουδαρχών», μαζί με τα εμπορικά δίκτυα και τις μετακινήσεις των πληθυσμών είναι και τα έργα της φιλολογίας, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική… Με σαφή επίγνωση ότι άλλα τα όρια της τέχνης και άλλα εκείνα της ιστορίας, δίχως η ανάγκη της ιστορικής ανάγνωσης ή η ιστορική χρήση της τέχνης να καταργεί ή να υποκαθιστά την ποιότητα του έργου τέχνης.

Ο κόσμος των ανθρώπων

Στην ταινία «Το δέντρο με τα τσόκαρα» επανερχότανε συχνά ο Σπύρος Ασδραχάς. Και μιλούσε για τη μεγαλειώδη τοιχογραφία των φτωχών αγροτών που έπλασε ο Όλμι, για τους αιώνες του προφορικού πολιτισμού και τους μηχανισμούς του, για τους κώδικες του λόγου και την τελετουργία της γιορτής, για το οικονομικό που μοιάζει να παίρνει τη δύναμη ιστορικού νόμου, για το απρόβλεπτο μέσα στην ιστορία.
Παντού και πάντα ο κόσμος των ανθρώπων. Γιατί, αυτός είναι ο σκοπός του ιστορικού: να καταλάβει τον κόσμο των ανθρώπων. Η “Μαντάμ Μποβαρύ”, η “Φονταμάρα” του Σιλόνε, ο “Γατόπαρδος” του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, το “Χάος”, το “Αλοζανφάν” και το “Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα” των αδελφών Ταβιάνι, ο “Φωτεινός” του Βαλαωρίτη, το “Η γη τρέμει” του Βισκόντι, η “Γυναίκα της Ζάκυθος”, ο Ανδρέας Κάλβος, ο “Δον Κιχώτης” του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ, η “Όπερα της πεντάρας”… «Δεν πρέπει να ξεχνάμε», έλεγε πολλά χρόνια πριν, «ότι η ιστορία δεν κυριαρχείται αποκλειστικά και μόνο από τους ιστορικούς. Η ιστορία έχει πολλαπλή έκφραση: κινηματογραφικά έργα όπως “Η έβδομη σφραγίδα” του Μπέργκμαν, ο “Αντρέι Ρουμπλιώφ” του Ταρκόφσκι, ο “Άνθρωπος από μάρμαρο” του Βάιντα και –μέγιστο μάθημα– το “Δέντρο με τα τσόκαρα” του Όλμι, δείχνουν στον ιστορικό τον ιδανικό του στόχο, όπως τον χάραξε η αναζήτηση ενός Λυσιέν Φεμπρ».
Και δίπλα στα «μεγάλα» είναι και τα «μικρά». Γιατί αν οι μεγάλες κορυφές ανοίγουν διάπλατους ορίζοντες, τα βήματα, τα σκοντάμματα, το μόχθο της ανάσας τον αποτυπώνουν οι «μικροί» μάρτυρες, εκείνοι που το όνομά τους δεν γράφτηκε καν ή που στριμώχτηκε στη σκόνη της λησμονιάς, στα παράφυλλα των χειρόγραφων κωδίκων ή σε χρονογραφικά σημειώματα. Κι ακόμα: μια λέξη που πρωτοφανερώνεται, μία λέξη που λέγεται με άλλο νόημα, μια λέξη που παύει να ζει, είναι δείκτες της ιστορίας που αλλάζει, ενός κόσμου που γεννιέται, που πεθαίνει, που αρχίζει να παίρνει «άλλο νόημα». Οι μεγάλες τομές συχνά γεννιούνται με σιωπηρό τρόπο προτού ξεσπάσουν πάνω στη φλούδα της ιστορίας. Και τούτη η διαπίστωση δίνει άλλο νόημα στο μεγάλο ζήτημα των τομών και των συνεχειών στην ιστορία.
Οι μικροί και οι μεγάλοι μάρτυρες, το μερικό και το συνολικό, το τοπικό και το γενικό. Αυτός είναι ο τρόπος για να αποδεσμευτεί κανείς από τη δυναστεία των θεωριών, πάντως να δοκιμάσει την αληθινή, την ιστορική αντοχή τους: σκύβοντας πάνω στα τεκμήρια, παρακολουθώντας τη ροή του ποταμού προτού αρθρώσει λόγο επί της πραγματικότητας, προτού παραδοθεί στη μεγάλη παγίδα, στα σχήματα. Ο Ασδραχάς έδειξε, για παράδειγμα, τη σημασία της μελέτης της τοπικής ιστορίας, τον ρόλο της τοπικής λογιοσύνης, της μικροϊστορίας, έδειξε πώς και πότε οι μερικεύσεις μπορούν να αναχθούν σε γενικά σχήματα. Έδειξε πώς ο καθρέφτης της μικρής κλίμακας, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, μπορεί να μας υποδείξει τον δρόμο για τους μεγάλους άξονες, πώς οι μικρές αλλαγές έρχονται εκεί που δεν τις πιάνει το ραντάρ των θεωριών και των σχημάτων: η πρωτόγονη επανάσταση, η συγκρότηση της οικογενειακής και της τοπικής μνήμης, οι στρατηγικές των βαπτιστικών ονομάτων, οι τεχνικές παραγωγής της μικρής κλίμακας, οι δρόμοι του δημοτικού τραγουδιού και ο καθρεφτισμός ή η διάθλαση της ιστορίας, οι μηχανισμοί της οργάνωσης της μνήμης μέσα στα απομνημονευματικά κείμενα…

Ένας άνθρωπος «παλαιάς κοπής»

Ο Σπύρος Ασδραχάς θα μπορούσε να συμφωνήσει, λέω, με κείνο το αρχαίο ρωμαϊκό ρητό: «Άνθρωπος είμαι και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Γιατί με αυτή τη λογική και με μία ισχυρή δόση αυτοσαρκασμού και μαζί ειλικρινούς εξομολόγησης, θέλησε να εικονογραφήσει το εξώφυλλο ενός από τα βιβλία του, τα “Ιστορικά απεικάσματα”. Όχι κομπασμοί, όχι υποκρισία, όχι από καθέδρας διδαχή, αλλά στο εξώφυλλο να μας κοιτάζει βουβός ο πίνακας του Μπρύγκελ.

Αυτή η κατεύθυνση υπήρξε μία από τις αγαπημένες του «ερευνητικές πίστες» για να δοκιμάσει την αλήθεια των θεωριών, αυτός ο εχθρός (ή, πάντως, όχι φίλος) των αφηρημένων και γενικευτικών σχημάτων. «Επιμένω να λέγω ότι ο ιστορικός είναι κατ’ εξοχήν ένας εμπειριστής, δουλεύει με ρεάλια […], αποβλέπει, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα, να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό των διασταυρώσεων διαφορετικών οπτικών, θα έλεγα ακόμα διαφορετικών ευαισθησιών, ενόψει μιας κατανόησης των πραγμάτων και μιας αυτοκατανόησης». «Ενόψει»: ιδού μία αγαπημένη έκφραση του Σπύρου Ασδραχά.
Αυτός ο γλυκός άνθρωπος που υπήρξε ο Σπύρος Ασδραχάς (υπήρξε, γιατί δεν υπάρχει πια), αυτός ο μελαγχολικός στοχαστής της ιστορίας μπορούσε εύκολα όσο και άθελά του να σε φέρει σε αμηχανία. Γιατί στο στόμα του βρισκόταν πάντα, πάντα η απροσδόκητη ερώτηση, εκείνα που ο ίδιος έλεγε «μυριολεκτούμενα», «αυτονόητα», «κοινόλεκτα». Και ήταν αυτά, τις πιο πολλές φορές, μια μετακίνηση του ερωτήματος, μια άλλη οπτική που μπορούσε να δυσκολέψει ή να φωτίσει μιαν απάντηση, να ανοίξει έναν άλλον δρόμο ή να ανατρέψει μια βεβαιότητα.
Ήτανε άνθρωπος «παλαιάς κοπής» ο Σπύρος Ασδραχάς, ένα παιδί μιας λογιοσύνης που αναγνώριζε την παιδεία ως περιουσία, ένας «επτανήσιος λόγιος», όπως συχνά θυμόταν να πειράζουν τον Κ. Πορφύρη στα νιάτα της “Επιθεώρησης Τέχνης”. Ευγενής. Άνθρωπος που κουβαλούσε το βάρος των αιώνων της ευρωπαϊκής εμπειρίας και μαζί το βάρος της δικής του γενιάς και της δικής του ιστορίας: άνθρωπος της ανάγκης του διαφωτισμού, της πίστης στη δυνατότητα του ανθρώπου. Όχι με την έννοια της απλοϊκής και εξαργυρώσιμης «βουλγκάτας» της προόδου, αλλά με την έννοια, ακριβώς, της δυνατότητας. Και πάνω σε αυτό θυμόταν πάντα τον δύσκολο λόγο του «μπάρμπα-Αντώνη», του Γκράμσι, για την αισιοδοξία της βούλησης και την απαισιοδοξία της γνώσης. Γιατί αυτό ήταν στα χέρια και στα μάτια του η ιστορία: το πιο γερό μονοπάτι που με χίλιους δρόμους φέρνει, μπορεί να φέρει, προς την ανθρωποποίηση.

Η ανατρεπτική ιστορία

Και για τούτο δεν έκανε ποτέ την ιστορία υπηρέτη καμίας πολιτικής ή άλλης σκοπιμότητας. «Οι συμπάθειές μου στρέφονται προς τους καταφρονεμένους ή τα άφωνα πρόσωπα της ιστορίας», έλεγε. Θα μπορούσε εδώ να μας μιλήσει και να μας θυμίσει τον άλλο «κοινό τόπο» της ιστορικής επιστήμης, την έννοια της «συμπάθειας». Αλλά, απλούστερα, έσπευδε να προλάβει την εύκολη παρεξήγηση και τον άδικο ψόγο: «Εκείνο που με ενδιαφέρει, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, είναι η έννοια των μηχανισμών. Δηλαδή των τρόπων παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής». Θα συνυπέγραφε, μου φαίνεται, εκείνη τη γνωστή και χιλιοειπωμένη φράση ότι «ο δρόμος της κριτικής είναι ο μόνος ανοιχτός μπροστά μας». Ή, όπως αγαπούσε να λέει, «η ιστορία είναι από τη φύση της ανατρεπτική». Γιατί είναι η ιστορική σκέψη που μας δίνει τον τρόπο να ιστορικοποιήσουμε τις έννοιες και τις θεωρίες, τα ονόματα των πραγμάτων, να αντιληφθούμε το βάρος και την εμβέλεια των εργαλείων μας, να υπερβούμε την ίδια μας τη γνώση, τον ίδιο μας τον λόγο για την πραγματικότητα, γεννώντας νέα, αρμόζοντα εργαλεία. Η ιστορία είναι η γνώση των μηχανισμών, η ιστορία είναι ανατρεπτική: είναι δηλαδή παιδευτική.
Δεν είναι ο ιστορικός το αλάνθαστο μάτι του Θεού, δεν είναι ο ιστορικός ο αδέκαστος κριτής και ο εκλεκτός με τα λευκά μανικέτια, που κάθεται τάχα στον θρόνο της αντικειμενικότητας, έτσι δεν είναι, κύριε Ασδραχά; Ο ιστορικός είναι κι αυτός ένα παιδί της εποχής του, αλλά ένα παιδί που δεν αγαπάει να γίνεται μεγάφωνο κανενός, που δεν αγαπάει τον συνθηματολογικό λόγο. Και αν ο λόγος του Σπύρου Ασδραχά δεν αγάπησε καμία δογματικότητα, αν κρατήθηκε στο σύνορο του έντιμου επιστημονικού μόχθου, αυτό οφείλεται στη διαρκή αναμέτρηση με τις απολυτότητες, όποια μορφή κι αν είχαν αυτές.

Προχωράει, «στα σκοτεινά», αλλά προχωράει

Δύσκολος δρόμος, δύσκολος δρόμος. Αλλά, αυτός είναι ο κόσμος που μας δόθηκε, μέσα σε τούτον μόνο υπάρχουμε: ένα στοίχημα. Ο Σπύρος Ασδραχάς θα μπορούσε να συμφωνήσει, λέω, με κείνο το αρχαίο ρωμαϊκό ρητό: «Άνθρωπος είμαι και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Γιατί με αυτή τη λογική και με μία ισχυρή δόση αυτοσαρκασμού και μαζί ειλικρινούς εξομολόγησης, θέλησε να εικονογραφήσει το εξώφυλλο ενός από τα βιβλία του, τα “Ιστορικά απεικάσματα”. Όχι κομπασμοί, όχι υποκρισία, όχι από καθέδρας διδαχή, αλλά στο εξώφυλλο να μας κοιτάζει βουβός ο πίνακας του Μπρύγκελ: «Ο τυφλός που οδηγεί τους τυφλούς». Μέσα στην παλιά εκείνη «κοιλάδα των δακρύων», καθένας φτιάχνει λέξεις από μνήμη και λήθη, προσφέρει τον μόχθο των δικών του ματιών, συντροφεύει όπως μπορεί την ανθρώπινη «εταιρεία», την ανθρώπινη «συνοδία» (δεν θυμάστε πια, κύριε Ασδραχά, πόσο χαρήκατε όταν ανακαλύψαμε αυτή τη λέξη μέσα στην αρχαιολογία της έννοιας «κοινωνία») και προχωράει, «στα σκοτεινά», αλλά προχωράει. Έτσι δεν είπε ο Καμύ στον «Γερμανό φίλο» την επαύριον του Πολέμου; «Αν η ιστορία δεν έχει κανένα νόημα, εσείς επιχειρήσατε να της δώσετε ως νόημα τη βία, ενώ εμείς την αλληλεγγύη».
Ένα παλιό, πολύ παλιό ρητό, έλεγε: «Παιδί γίνεσαι καλός μαθητής, άντρας γίνεσαι δίκαιος, όταν γεράσεις καλός συμβουλάτορας κι όταν πεθάνεις παύεις να λυπάσαι». Έτσι μου φαίνεται πως είναι, κύριε Ασδραχά: όταν πεθάνεις, παύεις να λυπάσαι. Εσείς δεν ζείτε πια για να μας το πείτε κι ούτε θυμάστε τίποτα κι ούτε ακούτε τίποτα κι ούτε διαβάζετε τίποτα από όλα τούτα που γράφονται και γίνονται. Κι ούτε θα μάθετε τίποτα από όσα θα ακολουθήσουν. Εκείνος ο «υπόγειος ρυθμός» που έλεγε ο παλιός Αρχίλοχος, αλήθεια είναι πως κυβερνάει τα πάντα. Αλήθεια είναι: πλέον, «εις το Μεγάλο Τίποτα επιστραμμένος απ’ τη ζωή». Κι εγώ, κι ας μην ακούτε, θέλω να κλείσω ετούτο το σημείωμα με τα λόγια που έπλεξε ο αγαπημένος σας σύντροφος, ο Ανδρέας Κάλβος, όταν συνάντησε το αγνώριστο φάσμα της μάνας του και προσπαθούσε να γεμίσει την απόσταση του ακατανόητου χρόνου που χωρίζει τους ζωντανούς από τους πεθαμένους, βάζοντάς την έτσι να του μιλάει: «Εδώ ημείς οι νεκροί / παντοτινήν ειρήνην / απ


Από την εφημερίδα "Εποχή", στις 24 Δεκεμβρίου του 2017


Κύριε Σπύρο Ασδραχά, αντίο

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017



Η "Ειρήνη" του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο 

Μια και ήμουν χθες (Παρασκευή, 21 Ιουλίου 2017) στην παράσταση του Εθνικού με την "Ειρήνη' του Αριστοφάνη, μεταφέρω κάποιες εντυπώσεις, απόψεις.
1. Αρκετά φάουλ στο Εθνικό. Ιδιαίτερη έμφαση στη διαφήμισή του. Άχαρο.
(Μόλις πέταξα τους διαφημιστικούς σελιδοδείκτες, 'δωράκι' από τον θεατρολόγο που συνόδευε το πούλμαν που μας μετέφερε στην Επίδαυρο. ΄Τα εισιτήρια ήταν σε πιο σκληρό χαρτί. Πολύ, πολύ αξιέπαινη προσπάθεια και η μεταφορά και ο θεατρολόγος!)
2. Η αφιέρωση της παράστασης στο τέλος από συντελεστή της (που λυπάμαι δεν κατάλαβα ποιος ήταν) στον κ. Λεωνίδα!
A propos, μετά από λίγη προσπάθεια, ακούστηκε αυτό που ήθελε να πει, χωρίς μικρόφωνο, εν αντιθέσει με τους ηθοποιούς)
3. Η χρήση μικροφώνων. Η σκληρή εκφορά του λόγου. Η έλλειψη δουλειάς στην εκφορά. Πολύ σημαντικό.
4. Ούτε κέφι, ούτε άποψη. Πολλά εφέ. (Ο γιος μου είπε ότι είναι σαν να κάνουν ζωντανά σινεμά..και δεν το είπε θετικά)
5. Επιτήδευση.
6. Υποψιάζομαι ότι, εκτός των άλλων , μια νέα γενιά, "διαβασμένη", "ενημερωμένη" , σπουδαγμένη, πολύ γρήγορα βρίσκεται σε τέτοιους φορείς.
7.Η παράσταση συνήθως είναι του σκηνοθέτη, του θεατρικού σχήματος, και μετά αναζητάει ο θεατής να δει και τη σφραγίδα του φορέα. Σημαντικό, βέβαια, αλλά έπεται.
8. Το πρόγραμμα επίσης φωναχτά μοντερνίζον (;) (2017;) επιτηδευμένα ανέμελο, χωρίς βιογραφικά των συντελεστών.
9. Καλές στιγμές, κάποιες, αλλά όχι το σύνολο. Ο Ερμής, η γυναίκα του Τρυγαίου.. Η κοινή προσπάθεια απελευθέρωσης της Ειρήνης, κάποια σημεία του βίντεο, κάποια σημεία γενικώς. Αλλά και πάλι άνευρα, χωρίς πάθος.
10. Το κυριότερο. Δεν αξίζει σήμερα να μιλήσουμε με πάθος για την Ειρήνη; Με ειλικρίνεια και κριτική (αυτοκριτική, επίσης) στάση για την έννοια της " παλιάς γιορτής" ;
11. Για τον Πανούση, τα ελάχιστα , να πω. Έντιμος και αμήχανος. Σε άλλες εποχές θα είχε και τη φωνή, αν δούλευε. Υπηρέτησε τη σκηνοθετική άποψη. (  :-( )

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

" Δεν τους ξέρουμε, δεν είναι στον κόσμο μας" . Αυτή η παρατήρηση θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε. Χρειάζονται αναλύσεις, αναζήτηση εργαλείων, και αφοσίωση στην αναζήτηση λύσεων, ειδικά για την οικονομία στην Ευρώπη, και ένας νέος διαφωτισμός ευαίσθητος και ευήκοος, όχι για να συσπειρώσει, αλλά να επιχειρηματολογήσει, να προτείνει,  να διαφωτίσει, με επιμονή και αγάπη για όλους μας, και " αυτούς που δεν είναι στον κόσμο "μας" ". Ο κοινός παρανομαστής είναι άνθρωποι αφιερωμένοι και θυσιαστικοί στην αναζήτηση λύσεων, στην επαφή με τα πίτουρα, αλλά με μεγάλη προσοχή να μην φαγωθούν από τις κότες. Ίσως μια ανάγκη για νέες ιστορίες εκτός από τις ως τώρα αρχετυπικές, και με άλλο "the end" . Να ανατείλει ο ήλιος από τη δύση, αλλά να πιστεύσουμε αλλιώς, άλλοι. 

"Γαλλικές εκλογές: Η Ευρώπη στον καθρέφτη" του Κωστή Παπαϊωάννου  

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

 In Memoriam




Είναι χρόνια που δεν είχα πατήσει ούτε στο Άστυ ούτε στο Αττικό. Με τρώει η καθημερινότητα. Αλλά υπήρξα νέα και εγώ, όπως όλοι,  ο καθένας με την ιστορία του. Και θυμάμαι το βάρος που είχαν αυτοί οι κινηματογράφοι στη δική μου νεότητα. Καταθέτω λοιπόν, και ελπίζω να σημαίνει κάτι για κάποιους. 
Το κέντρο της Αθήνας για μένα, γεννημένη το 1961 , μεγαλωμένη απ΄άκρη σ΄άκρη της Ελλάδας και έχοντας καταλήξει στην Αθήνα στα δεκάξι μου, είναι ένα είδος σόλα των παπουτσιών μου, ένα είδος δέρμα, πάνω στο οποίο γλιστράω κάθε φορά , που βιαστικά πια, περνάω από τους λαμπρούς  της δρόμους με τα μεγάλα ονόματά τους. Είναι κρυφές αναπνοές παντού. Και ίσως  ένα τελικό ραντεβού στην ανυπαρξία , που με με περιμένει γλυκά. Να προστεθώ κι εγώ στις αναπνοούλες, στις ψυχούλες, που τόσο έντονα νοιώθω, στο κέντρο της Αθήνας, που την αγαπώ. Από χρόνια.  Μου μιλάνε γωνιές , η άσφαλτος, τα πεζοδρόμια. Έχω ένα αίσθημα ιδιοκτησίας, χρησικτησίας. Και ακόμα και τώρα νοιώθω ασφάλεια, σαν το ψάρι στο νερό. 
Το κέντρο της Αθήνας είναι εγώ 23 χρονών να ανεβαίνω την Αλεξάνδρας, με μπουστάκι γαλάζιο και άσπρη παντελόνα, νέα, λεπτή και ωραία, να κατεβαίνω την Ιπποκράτους στο μεγάλο καύσωνα, και να απολαμβάνω με όλο μου το σώμα την αχλύ της ατμόσφαιρας, τη μυρωδιά της ασφάλτου, με φουστάνι πορτοκαλί , μακρύ, μεσάτο,  αδιανόητο για σήμερα στην ομορφιά του, να κατεβαίνω τη Βασιλίσσης Σοφίας,  με φουστάνι γαλάζιο από το Μοναστηράκι,  θαυμάζοντας, ρουφώντας το ηλιοβασίλεμα. Να γυρνάω στο σπίτι μου δεκάξι χρονών από τα Αγγλικά του Χαμπάκη με τα πόδια,  Σύνταγμα -Πλατεία Μαβίλη , γιατί έβρεχε και ήταν τόσο ωραία η επιστροφή στο σπίτι μες στη βροχή, να πηγαίνω στου Χαμπάκη επιστρέφοντας από το Αιγάλεω και λέγοντας μέσα μου «έχω εραστή», να βγαίνω στα 21 από το ΆΣΤΥ, με ψηλά τακούνια και σοσόνια. Μέσα προβαλλόταν ο Μεγαλέξανδρος του Αγγελόπουλου, και ήταν ο δικός μου μοναχικός τρόπος να είμαι στην πορεία. Βγαίνοντας,  κυνηγητό από τα Ματ, ένας να χτυπά την ασπίδα του και να με απωθεί,  να με φοβίσει , να απομακρυνθώ, λίγο πιο πέρα στην Πανεπιστημίου, πέθαναν τότε ο Κουμής  -Κανελλοπούλου, αλλά ήμουν κι εγώ εκεί με τον τρόπο μου, και στα δεκαέξι είδα για πρώτη φορά θρίλερ , το Γκρίζλυ, στο Αττικό, με την ξαδέλφη μου και την αδελφή μου, και πιο πολύ κι από το φόβο μου έμεινε ο τεράστιος πολυέλαιος του Αττικόν, που τον θαύμαζα εκστασιασμένη .Αργότερα σε κάποιο από τα αφιερώματα είδα εκεί το Τζίμη Πανούση με την γυναίκα του, νέοι κι αυτοί , και κλειστοί στη σχέση τους και τους κοίταζα καλά.-καλά  Έπειτα οι στοές, αναζητώντας κάτι από Χατζηδάκι στο Μπραζίλιαν, «καθάρισαν αυτοί», που έλεγαν και οι Φατμέ, ουρές για εισιτήρια στη Στοά,  Σταδίου 4, ένας διαγωνισμός από το Βήμα, "ποια σημεία της Σταδίου αναγνωρίζετε", τη γύρισα πάνω κάτω χίλιες φορές , με έπαθλο κρουαζιέρα στο Ισραήλ, (δεν ταχυδρόμησα το φάκελο, πόσο δυσκολεύτηκα να μάθω να τελειώνω τα πράγματα), το λεξικό LiddelScott από το βιβλιοπωλείο του Σιδέρη, παστουρμάς πρόχειρα από το Αγροτικόν, νομίζω γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου, και άλλοτε γωνία Κανάρη και Ακαδημίας. . Το 1980,   χειμώνα,  γυρνούσα τη Σόλωνος, με ένα τρανζιστοράκι στο αυτί, είχαν πυροβολήσει τον Lennon, και δεν μπορούσα να το μοιραστώ με κάποιον, τουλάχιστον , όπως το ένοιωθα εγώ. Σόλωνος , Μασσαλίας, Σίνα, οι Vavoura Band σε μια συναυλία στη Νομική, μια αξέχαστη συζήτηση με τον Αγγελόπουλο στο Φυσικομαθητικό, στη Νομική, κρητικό ντάκος και τσίπουρο στη Φειδίου, ο πατέρας μου στο Τιτάνια, άλλες διαδρομές, Αναγνωστοπούλου, Δημοκρίτου, Σίνα, Σόλωνος, Μασσαλίας, Κάνιγγος, Σολωμού, Μπενάκη, Μαυρομιχάλη, Πανεπιστημίου , Ακαδημίας, Έλλη, Όπερα, Όπερα, Έλλη, Ολύμπια, Έκφραση, Το θέατρο της Βουγιουκλάκη,  Σεμινάρια με το Ράμφο και τον Γεωργουσόπουλο, ο Πλάτωνας σχεδόν στους δρόμους, οικείος, παράλληλος. 
Νομίζω δεν τα υπερασπιστήκαμε αυτά, δεν είπαμε έγκαιρα ότι τα αγαπούσαμε, ότι μας αγαπάμε, για να μπορούμε να συνεχίσουμε να αγαπάμε και τους νέους, δεν νοιώθαμε όσο χρειαζόταν, ίσως, ότι αυτά ήταν  η ζωή μας, η καθημερινότητά μας, αυτά είχαμε να παραδώσουμε, και δεν τα διαφυλάξαμε, γιατί μεγαλώσαμε γρήγορα, και δεν καταλάβαμε ότι αυτά ήταν τα σκηνικά, της ζωής μας, αυτά κι όχι άλλα,  και χρειάζεται κάποια τιμή σε αυτές τις μικρές ζωές που προφταίνουμε , και οι αναμνήσεις έχουν ήδη δηλώσει παρούσες, αλλά ώσπου να προφτάσουμε, λίγη νοσταλγία, κάτι, στάχτη και μπούρμπουλη, και πάμε παρακάτω.
Τώρα μας μένει του Δεληγιάννη στον Πειραιά, και βόλτες στην Καστέλλα.

Το κείμενο γράφτηκε ως σχόλιο για  κοινωνικό δίκτυο, (ίσως όμως και να μην το έστειλα), το αναστατωμένο 2012, με τις φωτιές, τους εμπρησμούς,  που μισόκαψαν και το Αττικό. Το βρήκα και σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ. Είναι κάπως καλύτερα από το συρτάρι μου, αρχή επίσης μιας παραδοχής ότι μου αρέσει να γράφω. Αρκετά πιο μετά, μάλλον, από το " μεσοστράτι" της ζωής μου.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015


Λάσα ντε Σέλα, Lhasa, μια γυναικεία όμορφη ύπαρξη που έφυγε νέα




I live in this country now
I'm called by this name
I speak this language
It's not quite the same
For no other reason
Than this it's my home
And the places I used to be
Far from are gone

You've travelled this long
You just have to go on
Don't even look back to see
How far you've come
Though your body is bending
Under the load
There is nowhere to stop
Anywhere on this road

My heart is breaking
I cannot sleep
I love a man
Who's afraid of me
He believes if he doesn't
Stand guard with a knife
I'll make him my slave
For the rest of his life

I love this hour
When the tide is just turning
There will be an end
To the longing and yearning
If I can stand up
To angels and men
I'll never get swallowed
In darkness again

You've travelled this long
You just have to go on
Don't even look back to see
How far you've come
Though your body is bending
Under the load
There is nowhere to stop
Anywhere on this road